«Η Ανθρώπινη Φωνή» «La Voix Humaine»
Μια γυναίκα, προδομένη από τον εραστή της, έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Για τρία τέταρτα της ώρας τού μιλάει στο τηλέφωνο για τελευταία φορά (την επόμενη μέρα εκείνος παντρεύεται). Μιλάει σαν κάποια που αγάπησε και προδόθηκε, ασυνάρτητα: του θυμίζει το παρελθόν, τις ευτυχισμένες τους μέρες, λέει ψέματα, αρνείται την πραγματικότητα, «πιάνεται» από κάθε λέξη που τη γεμίζει ελπίδα. Ξαφνικά, πανικοβάλλεται, τρελαίνεται, υποφέρει, μετά ησυχάζει. Τη βλέπουμε να συνειδητοποιεί τη ρήξη, να κατεβάζει το ακουστικό, να πέφτει στο κρεβάτι, να λιποθυμά.
«…Πέντε χρόνια τώρα ζω από σένα
περνάω την ημέρα μου περιμένοντας σε.
Όταν αργείς νομίζω πως πέθανες
πεθαίνω όταν σε φανταστώ νεκρό
ξαναζώ όταν γυρίζεις
κι ύστερα, όσο είσαι κοντά μου
πεθαίνω απ’ το φόβο μου μη φύγεις…»
Το 1958, ο Φρανσίς Πουλένκ έγραψε το «λυρικό δράμα» σε μία πράξη για σοπράνο και ορχήστρα, επάνω στο θεατρικό έργο του Ζαν Κοκτώ. Τη μελοποίηση του μονολόγου του Κοκτώ είχε προτείνει στον Πουλένκ ο εκδότης Ερβέ Ντυζαρντέν, έχοντας κατά νου τη Μαρία Κάλλας για τον κεντρικό ρόλο (Εlle). Αλλά ο Γάλλος συνθέτης έγραψε το έργο για τη «μοναδική, από κάθε άποψη, ερμηνεύτρια» των συνθέσεών του, την Ντενίζ Ντυβάλ.
Η ίδια η Ντυβάλ εξομολογείται: «Η ανθρώπινη φωνή υπήρξε μια κατακλυσμιαία εμπειρία για μένα. Είδα τον Πουλένκ να συνθέτει το έργο μέρα με τη μέρα, από μπαρ σε μπαρ, με την ίδια του τη σάρκα και με τη δική μου πληγωμένη καρδιά, γιατί εκείνο το διάστημα βασανιζόμασταν και οι δυο ερωτικά. Κλαίγαμε μαζί. Η ανθρώπινη φωνή έγινε κάτι σαν το χρονικό του πόνου μας».
Η λυρική τραγωδία του Πουλένκ έκανε πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο της Οπερά Κομίκ στις 6 Φεβρουαρίου 1959 με τον Ζωρζ Πρετρ στο πόντιουμ και τον Ζαν Κοκτώ να υπογράφει τα σκηνικά, τα κοστούμια και τη σκηνοθεσία της παράστασης. Οι κριτικοί της εποχής επίσης εγκωμίασαν την όπερα αυτή.
«Η συνεισφορά του Πουλένκ», έγραψε ο Jacques Bourgeois, «κάνει το έργο του Κοκτώ αθάνατο με τον ίδιο τρόπο που ο Πουτσίνι έκανε αθάνατη την Τόσκα του Σαρντού». Και ο Rene Dumesnil γράφει στη Monde: «Ο Πουλένκ έγραψε μια αριστοτεχνική παρτιτούρα, βαθιά ανθρώπινη: η λέξη ανθρώπινη στον τίτλο εκφράζει την ίδια την ουσία της μουσικής».
Το εξαιρετικής γραφής «λυρικό δράμα» του Πουλένκ, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Ζαν Κοκτώ, είναι μια αριστουργηματική σκηνική μουσική, μοναδική στο είδος της, μια «μουσική εξομολόγηση» όπως την αποκαλεί ο ίδιος ο συνθέτης, για τον προδομένο έρωτα και την απόλυτη μοναξιά, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, εποχής. Ένα μονόδραμα της γυναικείας ψυχολογίας, όπου κάθε λέξη και συλλαβή είναι σημαντική, η προσωδία παίζει κύριο ρόλο και ο Πουλένκ την απογειώνει με ευελιξία, ευαισθησία και ακρίβεια. Ο καλύτερος έπαινος από τον ίδιο τον Κοκτώ: «Αγαπητέ Φρανσίς, καθόρισες μια για πάντα τον τρόπο απόδοσης του κειμένου μου».
Ζαν Κοκτώ (1889-1963) (Jean Cocteau)
Ένας από τους πιο πολύμορφους και πολύτροπους λογοτέχνες-καλλιτέχνες του μεσοπολέμου, Παριζιάνος στην ομιλία, τις συνήθειες και τη νοοτροπία, ο Ζαν Κοκτώ ευτύχησε να ζήσει σε μια εποχή και σ’ έναν τόπο που τότε έσφιζε από μουσική, εικαστική και λογοτεχνική δημιουργία. Γεννημένος δέκα χρόνια νωρίτερα από τον Πουλένκ, σε μια αστική οικογένεια του Παρισιού, έδειξε από νωρίς το ενδιαφέρον του για τη μουσική, τη λογοτεχνία, το θέατρο και τη ζωγραφική. Άνθισε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Μέλος της γαλλικής «πρωτοπορίας», πρωτοεμφανίστηκε με υπερρεαλιστικά ποιήματα και πεζογραφήματα και με τα μπαλέτα του Παρέλαση (Parade, 1917) σε μουσική Ερίκ Σατί, και Το βόδι πάνω στη στέγη (Le boeuf sur le toit, 1920) σε μουσική Νταριούς Μιγιώ. Ανάμεσα στα 1916 και 1917 ο Κοκτώ εισέβαλε στον κόσμο της μοντέρνας τέχνης. Eπιδόθηκε στην «ανάπλαση» των ελληνικών μύθων που τους ερμήνευσε υπερρεαλιστικά. Παράλληλα, ο Κοκτώ θήτευσε και στο «ψυχολογικό» θέατρο και στο «δράμα ηθών» με έργα όπως το μονόπρακτο Η ανθρώπινη φωνή (La voix humaine, 1930), ύστατο τηλεφώνημα μιας γυναίκας στον εραστή της, Οι τρομεροί γονείς (Les parents terribles, 1938), που κατηγορήθηκε για αιμομικτικές τάσεις, Τα ιερά τέρατα (Les monstres sacrés, 1940) με θέμα τον κόσμο της σκηνής, Η γραφομηχανή (La machine à écrire, 1941) που στρέφεται γύρω από την επιδημία των ανωνύμων γραμμάτων. Μετά τον «νεο-ρεαλισμό» ο Κοκτώ ασπάστηκε και τον «νεο-ρομαντισμό». Ο συγγραφικός πρωτεϊσμός του Κοκτώ, που εκφράστηκε με την εναλλαγή πολλών τεχνοτροπιών, στηριζόταν προπάντων στη λαμπερότητα του ύφους του, στην ανάπτυξη του ερωτικού πάθους και στον εκλεπτυσμένο αισθητισμό.
Τα χαρακτηριστικά αυτά παρουσιάζουν και οι ταινίες που γύρισε. Υπηρέτης και των εικαστικών τεχνών, ο Κοκτώ ασχολήθηκε και με την εσωτερική διακόσμηση οικημάτων και εκκλησιών μέχρι την ηλικία των 74 ετών που πέθανε.
Φρανσίς Πουλένκ (1899-1963) (Francis Poulenc)
Γεννήθηκε στο Παρίσι, έγραψε μουσική για πιάνο, χορωδιακά, μπαλέτα, όπερες και ήταν ένας από τους πρώτους συνθέτες που ευθύνονται για την αναβίωση του τσέμπαλου.
Ο πατέρας του – Εμίλ – ήταν διευθυντής της γνωστής φαρμακευτικής εταιρείας Rhône-Poulenc. Η μητέρα του Jenny Royer, ερασιτέχνις πιανίστα, του έδωσε τα πρώτα μαθήματα και το ταλέντο του για τη σύνθεση δεν άργησε να φανεί. Κατ’ απαίτηση του πατέρα του δεν σπούδασε μουσική, αλλά έλαβε μια γενική εκπαίδευση. Το 1914 γνωρίζει τον Ricardo Viñes, καταλανό καθηγητή, ο οποίος τον μυεί στη μουσική της εποχής του. Εκτίθεται στη μουσική του Ντεμπυσσύ, του Στραβίνσκι και του Ερίκ Σατί· παράλληλα γνωρίζει τον Ζαν Κοκτώ, την Μαρσέλ Μεγιέ, τον Σατί, αλλά και τον Ντάριους Μιγιώ. Γνωρίζεται με τον Λουί Αραγκόν, τον Αντρέ Μπρετόν, τον Πωλ Ελυάρ και τον Γκιγιώμ Απολλιναίρ, από τους οποίους επηρεάζεται βαθιά και το 1917 γράφει το πρώτο του έργο, τη «Μαύρη Ραψωδία», για βαρύτονο και οργανικό σύνολο.
Με τη λήξη του πολέμου, γράφει κύκλους τραγουδιών σε ποίηση του Απολλιναίρ και του Κοκτώ, οι οποίοι παρουσιάζονται με επιτυχία σε αίθουσες του Παρισιού. Το 1920 σχηματίζεται η Ομάδα των Έξι. Το πιο σημαντικό γεγονός είναι η έναρξη σπουδών του στο πιάνο.
Ήδη μέχρι το 1927 έχει χάσει αρκετούς ανθρώπους από το κοντινό του περιβάλλον· ο χαμός τους αποδεικνύεται μεγάλο πλήγμα για τον ίδιο και συχνά πέφτει σε κατάθλιψη. Ο Πουλένκ βιώνει μια εσωτερική πάλη, προσπαθώντας να συμβιβάσει την έλξη του για το ίδιο φύλο και τις επιταγές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η αντιδιαστολή ανάμεσα στα δύο διαφαίνεται στην εξέλιξη του έργου του, καθώς σταδιακά η μουσική του προσλαμβάνει ένα πιο αυστηρό και θλιμμένο ύφος.
Από το 1936 αφιερώνεται αποκλειστικά σχεδόν στη σύνθεση θρησκευτικής μουσικής. Μέχρι το 1947, στο Παρίσι, γράφει συστηματικά χορωδιακά κομμάτια, αλλά και άλλα έργα, που παρουσιάζονται στο Παρίσι και το Λονδίνο. Αρχίζει επίσης περιοδείες στην Αμερική, όπου παίζει και διευθύνει έργα του. Η περιοδεία συνεχίζεται το 1954 στην Αίγυπτο και την υπόλοιπη Ευρώπη. Το 1963 πεθαίνει από καρδιακή ανακοπή στο σπίτι του στο Παρίσι.
Ο Φρανσίς Πουλένκ ήταν ίσως ο δημοφιλέστερος από τους συγχρόνους και νεότερούς του συνθέτες. Με τα έργα του εξελίχθηκε και έφθασε στο κορύφωμά της μία κατ’ εξοχήν γαλλική μορφή, η «μελωδία».
Μυρσίνη Μαργαρίτη – Μαρία Παπαπετροπούλου
Η συναυλιακή παρουσίαση της όπερας του Πουλένκ δίνει έμφαση στην εξαιρετική γραφή του έργου. Οι ρυθμικές αξίες και ο συνδυασμός της μουσικής με το κείμενο, καταφέρνουν να «σκηνοθετήσουν» με ακρίβεια την πρωταγωνίστρια και να αποδώσουν όλο το φάσμα των συναισθημάτων της. Οι συνεχείς μουσικές εναλλαγές γεννούν την ένταση και οδηγούν με ένα συνεχές κρεσέντο στην απόλυτη οδύνη, εκεί που ο έρωτας ταυτίζεται με τον θάνατο. Σας προσκαλούμε να αφεθείτε στο πάντρεμα της μουσικής με το λόγο και να νιώσετε τη γυναικεία φύση στην ερωτική της έκφραση.
Η «Ανθρώπινη Φωνή» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στη μορφή για φωνή και πιάνο, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 19 Νοεμβρίου 2016, από τη διεθνούς φήμης σοπράνο Μυρσίνη Μαργαρίτη και τη Μαρία Παπαπετροπούλου στο πιάνο, οι οποίες έλαβαν εξαιρετικές κριτικές· παραθέτουμε ένα απόσπασμα.
«… Οι δύο σολίστ, σε μια άριστη συνεργασία, παρουσίασαν σε μορφή concertante το μονόπρακτο λυρικό δράμα του Poulenc. Ένα σύντομο εισαγωγικό βίντεο μάς έβαλε στο κλίμα της εποχής των Cocteau – Poulenc, ενώ η πιανίστα ερμήνευε αισθαντικά το έργο του δεύτερου Αυτοσχεδιασμός αρ. 15, «Στην Εντίθ Πιάφ». Να επισημάνουμε και να εξάρουμε από την αρχή την υποστηρικτική και δημιουργική συνοδεία του πιάνου καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης του δύσκολου αυτού έργου.
Η Μυρσίνη Μαργαρίτη, θαυμάσια λυρικο-δραματική σοπράνο, με σπάνια χαρίσματα και λαμπερή σκηνική παρουσία, ερμήνευσε με ευαισθησία την πάσχουσα ηρωίδα. Δραματικότατη στις εντάσεις και εκρήξεις, με κορυφαία στιγμή την εσώτερη πάλη της μοναχικής γυναίκας, εκφρασμένης εναγώνια, όταν συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να απελευθερώσει με λόγια το εγκλωβισμένο μέσα της βαθύ συναίσθημα λατρείας προς τον άνδρα που αγαπά. Η οδύνη την κατακυριεύει και η ηρωίδα αγγίζει το όριο, όπου ο έρωτας σμίγει με το θάνατο, χωρίς να χάνει τη χάρη και την κομψότητά της. Θαυμάσιες οι εναλλαγές της υψιφώνου από τον μουσικό στον ραψωδιακό λόγο, θαυμάσια και τα περάσματα από τη μελωδία στη ρετσιτατίβο, εκ βαθέων, εξομολόγηση. Μια αληθινά «πάλλουσα» ανθρώπινη φωνή, της Μαργαρίτη, με «παλλόμενο» το πιάνο της Παπαπετροπούλου!». Μ. Κοτοπούλη, 22/12/2016, Διάστιχο.
Η παράσταση, εκτός της όπερας, περιλαμβάνει και εισαγωγικό βίντεο της Κωνσταντίνας Κορμά για το μουσικό έργο και τον Κοκτώ, κατά την διάρκεια του οποίου η κα Παπαπετροπούλου ερμηνεύει τον Αυτοσχεδιασμό αρ.15 «στην Εντίθ Πιάφ» για πιάνο του Φρανσίς Πουλένκ, καθώς και την προβολή των ελληνικών υπερτίτλων, σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη.
O ΣΦΜΚ ευχαριστεί την Ένωση Ελλήνων Συγγραφέων και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για τη δωρεάν παραχώρηση των υπερτίτλων.
Μυρσίνη Μαργαρίτη
Η Μυρσίνη Μαργαρίτη γεννήθηκε στη Λάρισα, όπου ξεκίνησε τις μουσικές της σπουδές. Στη συνέχεια σπούδασε βιολί, αντίστιξη και τραγούδι στο Εθνικό Ωδείο στην Αθήνα, καθώς και Μουσικολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έπειτα, με υποτροφία του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης» συνέχισε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο Mozarteum Salzburg, όπου ολοκλήρωσε με άριστα παμψηφεί 2 μάστερ στους τομείς «Λιντ – Ορατόριο» και «Οπερα». Υπήρξε επίσης υπότροφος του Ιδρύματος Jürgen Ponto Stiftung.
Ήδη κατά την διάρκεια των σπουδών της ανέπτυξε μεγάλη συναυλιακή δραστηριότητα, ενώ εμφανίστηκε και στους ρόλους της Gretel (Hänsel & Gretel), Serpetta (La finta Giardiniera – Landestheater Salzburg σε συνεργασία με το Διεθνές Φεστιβάλ Salzburg), Zerlina (Don Giovanni – Republic Theater, έτος Μότσαρτ) και Muzio (Giunio Bruto – τουρνέ σε Αυστρία, Γερμανία), Κοκκινοσκουφίτσα (Η κοκκινοσκουφίτσα και ο καλός λύκος – Αθήνα). Από το 2006 ως τον Ιούνιο του 2009 ήταν μόνιμη σολίστ στην όπερα της πόλης Halle, γενέτειρας του Händel, στην Γερμανία, όπου ερμηνεύσε ρόλους του ρεπερτορίου της λυρικής σοπράνο όπως Pamina (Die Zauberflöte), Zerlina (Don Giovanni), Suor Genovieffa (Suor Angelica), Margeurite (Jean d’ Arc au bucher), Voce dal cielo & Tebaldo (Don Carlo), Xenia (Boris Godunow), Wellgunde (Rheingold), Gretel (Hänsel & Gretel), Euridice (L’Orfeo), Venus (Frau Luna) κ.α και εξειδικεύτηκε στο ρεπερτόριο της μουσικής του μπαρόκ.
Έχει εμφανιστεί επίσης στην κρατική Όπερα του Damrstadt ως Catalina στην σύγχρονη όπερα Juana στα πλαίσια του Φεστιβάλ Καταλανικής Όπερας, καθώς και στις Όπερες του Erfurt και του Fürth ως Ευρυδίκη. Τον Δεκέμβριο του 2007 τραγούδησε για το γερμανικό ραδιόφωνο (MDR FIGARO) υπό την διεύθυνση του μαέστρου Marcus Creed, ενώ έχει εμφανιστεί στα: Festival Aspekte Salzburg, Bachakademie υπό την διεύθυνση του Helmuth Rilling, Händelfestspiele Halle, Theater der Welt, Mozart Ante Portas (‘Ετος Μότσαρτ), Händeljahr (Έτος Χαίντελ), Händel zu Hause, Live Music Now Yehudi Menuhin, International Festival Bartok, Internationale Faschfesttage, καθώς και σε συναυλίες του Υπουργείου Πολιτισμού και της ελληνικής πρεσβείας στο Βερολίνο (Bodemuseum). Στην Ελλάδα εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 2008 στους ρόλους της Drusilla και Virtu στην Στέψη της Ποπαίας του Monteverdi, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Όπερας της Αρχαίας Κορίνθου, όπου εμφανίστηκε και το 2009 στα πλαίσια του εορτασμού των 250 χρόνων από τον θάνατο του Händel. Τον Οκτώβριο 2009 έκανε το ντεμπούτο της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στον ρόλο της Κορυφαίας στην Άλκηστη του Gluck, υπό την διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, με τον οποίον συνεργάζεται συχνά, ενώ εμφανίστηκε ως Παμίνα στον Μαγικό Αυλό στην όπερα της Winterthur στην Ελβετία και στην Λάρισα και ως Μικαέλα στην όπερα Κάρμεν επίσης στην Λάρισα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τελευταία παραγωγή πήρε το βραβείο καλύτερης παραγωγής στην περιφέρεια για το 2010 στα Βραβεία Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής. Τον Φεβρουάριο του 2010 κυκλοφόρησε το πρώτο της cd (Δάφνη στο έργο Απόλλωνας και Δάφνη του Χαίντελ, Handelfestspielorchester Halle, διεύθυνση: Bernhard Forck), αποσπώντας θερμές κριτικές από τον διεθνή τύπο. Στο ίδιο έργο εμφανίστηκε και σε συναυλίες στην Γερμανία ενώ τον Σεπτέμβριο του 2010 περιόδευσε ως σολίστ σε δεκαπενθήμερη τουρνέ στο Μεξικό με την ορχήστρα Westsaechische Symphonieorchester της Λειψίας. Στη συνέχεια ερμήνευσε τους ρόλους της Μικαέλα στην όπερα Κάρμεν στο Φεστιβάλ Αιγαίου στην Σύρο, της Βιολέτας (Τραβιάτα) στο μουσείο Μπενάκη με τους Oper(o), της Silvia στην όπερα L’ isola disabitata του Haydn, της Drusilla στην όπερα «Η στέψη της Ποππαίας» και τον ομώνυμο ρόλο στην πολυσυζητημένη «Σαλώμη» του Στραντέλα στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, της Παπαγκένα στον Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ, της Gianetta στο «Ελιξήριο του Έρωτα», της Clorinda στην «Σταχτοπούτα», της Βεσπέτα στην όπερα «Πιμπινόνε» του Τέλεμαν, της Zerlina στον Don Giovanni στην Εθνική Λυρική Σκηνή, της Despina στην όπερα« Cosi fan tutte» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και στην Εθνική Λυρική Σκηνή, του Angelo στο έργο «Η Ανάσταση» του Χαίντελ, της Λαοδικείας στην όπερα «Σιρόης», της Λόλας στην οπερέτα «Πικ Νικ» του Θ. Σακελαρίδη, της Adele στην «Εύθυμη Χήρα» καθώς και τον δυσχερέστατο ρόλο στην «Ανθρώπινη Φωνή» του Πουλένκ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Έχει ερμηνεύσει πλήθος ορατορίων και ορχηστρικών έργων, ενώ το ρεπερτόριο της καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα εποχών και στυλ, από παλιά ως και σύγχρονη μουσική. Το 2014 τραγούδησε στο περίφημο Bozar – Palais des beaux Arts στις Βρυξέλλες στην επίσημη έναρξη της ελληνικής προεδρίας και το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου εμφανίστηκε στο διάσημο φεστιβάλ Μουσικής BBC PROMS στο Λονδίνο αποσπώντας θερμές κριτικές από τον διεθνή τύπο ενώ στα μελλοντικά της σχέδια περιλαμβάνεται και εμφάνιση στο περίφημο Concertgebouw στο Άμστερνταμ.
Το μπαρόκ αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πλευρές της καλλιτεχνικής πορείας της Μυρσίνης. Συνεργάζεται τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό με γνωστούς μαέστρους του χώρου όπως Γιώργος Πέτρου, Μάρκελος Χρυσικόπουλος, Bernhard Forck, Marcus Creed, Wolfgang Katschner, Simon Murphy παίρνοντας πάντα θερμές κριτικές από τον ελληνικό και διεθνή τύπο για τις ερμηνείες της και είναι τακτική συνεργάτης των ορχηστρών Καμεράτα με όργανα εποχής Armonia Atenea, Latinitas Nostras, New Dutch Academy, New Gebew Concertino, Haendel Festspielorchester Halle (ορχήστρα του Διεθνούς Φεστιβάλ Χαίντελ), Lautten Compagney, Salzburger Hofmusik κ.α.
Κυκλοφορούν εφτά CD στα οποία συμμετέχει ως σολίστ: «Grand Tour – Baroque Road Trip» με την ορχήστρα New Dutch Academy υπό τον Simon Murphy, τρία έργα του Δημήτρη Παπαδημητρίου, «Μέρες Επιταφίου» με την Καμεράτα υπό τον Λουκά Καρυτινό, όπου συμπράττει με τον Μανώλη Μητσιά, «Μύθοι του Αισώπου» με την Καμεράτα υπό τον Γιώργο Πέτρου, «Χρονικό ενός πρώιμου φθινοπώρου» με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, «Claude Debussy: La musique a moi» με τον Διονύση Μαλλούχο και Ναταλία Γεράκη, «Apollo e Dafne» του Χαίντελ με την ορχήστρα του Φεστιβάλ Χαίντελ υπό τον Bernhard Forck και «The art of Melancholy» του Γιώργου Ψυχογιού.
Πέρα από την ερμηνεία, η διδασκαλία αποτελεί το επόμενο μεγάλο πάθος της. Με συνέπεια, ευθύνη και αγάπη προς τα νέα ταλέντα διδάσκει το ρεπερτόριο, την τεχνική και την ερμηνεία του τραγουδιού καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα (όπερα, λιντ, ορατόριο, μιούζικαλ), αλλά και σκηνική παρουσία καθώς και την μεθοδολογία στην μελέτη. Διδάσκει στο Ωδείο Αθηνών και στο Ωδείο Κόνταλυ.
Μαρία Παπαπετροπούλου
Η Μαρία Παπαπετροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε πιάνο με τις Πόπη και Ναταλία Μιχαηλίδου στο «Αθήναιον» Ωδείο και το Ωδείο Σκαλκώτα αντίστοιχα. Πήρε το δίπλωμά της από το Ωδείο Σκαλκώτα με άριστα παμψηφεί και πρώτο βραβείο. Συνέχισε τις σπουδές της με τη Φρανσουάζ Τινά στην Εκόλ Νορμάλ του Παρισιού και στο Εθνικό Ωδείο της Ορλεάνης, απ’ όπου αποφοίτησε αποσπώντας το πρώτο βραβείο. Κατόπιν με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση, συνέχισε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Καρλσρούης με τον Ούλριχ Ραντεμάχερ, στην ειδικότητα συνοδείας λίντερ, αποκτώντας μεταπτυχιακό δίπλωμα (Μaster of Arts) με άριστα. Παρακολούθησε σεμινάρια πιάνου, μουσικής δωματίου και συνοδείας λίντερ με τους Λεβ Βλασένκο, Γκίττυ Πίρνερ, Εντουάρντο Χούμπερτ και Μπρούνο Κανίνο. Έχει εμφανιστεί σε ρεσιτάλ και σε συναυλίες Μουσικής Δωματίου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει συμπράξει επανειλημμένα, ως σολίστ, με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, την Φιλαρμονική του Ριαζάν στη Ρωσία και την Ορχήστρα Νέων του Μύνστερ στη Γερμανία. Έχει τιμηθεί, μαζί με την Sedef Ercetin (βιολοντσελίστρια από την Τουρκία), με το βραβείο AbdiIpekci για την Ελληνοτουρκική ειρήνη και φιλία (1999). Διδάσκει μάθημα συνοδείας και μουσικής δωματίου στο Δημοτικό Ωδείο Καλαμάτας.